ειδύλλιο

ειδύλλιο
Όρος ο οποίος αρχικά αντιστοιχούσε στο σύντομο ποίημα. Από το περιεχόμενο του μεγαλύτερου μέρους των Ειδυλλίων του Θεόκριτου (3ος αι. π.Χ.), στη συνέχεια του Μόσχου (2ος αι. π.Χ.) και κατόπιν του Βίωνα (1ος αι. π.Χ.), που ήταν κυρίως βουκολικό, προήλθε η σημασία του ε. ως σύνθεσης η οποία αντιπροσωπεύει μια εξιδανίκευση της αγροτικής και ποιμενικής ζωής. Χαρακτηριστικό της ποίησης αυτής είναι ο χαμηλόφωνος, απαλός τόνος και το χαριτωμένο και απέριττο ύφος, που ταίριαζε με την ταπεινή και χωρίς μεγάλα πάθη ζωή των απλών ανθρώπων που την ενέπνεαν. Ωστόσο, τα ε. δεν ταυτίζονται απόλυτα με τα αγροτικά και ποιμενικά ποιήματα, γιατί αρχικά ονομάζονταν έτσι απλώς τα μικρά ποιήματα, σε αντιδιαστολή με τα μεγάλα ποιήματα, τα είδη, στα οποία –εκτός από τον τίτλο– αναγραφόταν και το είδος αρμονίας τους. Άλλωστε, στους νεότερους χρόνους ε. ονομάστηκαν και έργα της πεζογραφίας, κυρίως της ισπανικής, ιταλικής και γερμανικής. Τα θέματα και το πνεύμα του Θεόκριτου αφομοιώθηκαν επίσης από τους Λατίνους, αλλά ο όρος idyllium, που εισήχθη στη Ρώμη στους χρόνους της αυτοκρατορίας, παραμερίστηκε από τον όρο egloga, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε αργότερα και για τα Βουκολικά του Βιργίλιου. Στη σύγχρονη λογοτεχνία ε. χαρακτηρίζονται οι συνθέσεις ποικίλης φύσης με γαλήνιους και συναισθηματικούς τόνους. Από τα έργα που ανήκουν στο είδος αυτό, πρέπει να αναφερθούν –για τον 18o αι.– οι Εικόνες της αγροτικής ζωής του Σαλομόν Γκέσνερ και οι χαριτωμένες συνθέσεις του Φρίντριχ Μίλερ, ενώ για τον 19o αι. τα μικρά ποιήματα του Άλφρεντ Τένισον (Τα ειδύλλια του βασιλιά), τα Δραματικά ειδύλλια του Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, Ένα χειμωνιάτικο ειδύλλιο του Καρλ Στίλερ και η αξιόλογη σειρά σχεδιασμάτων του Πέτκο Τόντοροφ. Στο ίδιο είδος ανήκουν μερικές από τις Ωδές του Λεοπάρντι, το Ειδύλλιο στην ακρογιαλιά του Καρντούτσι, τα Ποιήματα του Σενιέ κ.ά.
* * *
το (Α εἰδύλλιον)
σύντομο ποίημα εξαίρετης τεχνικής, χαρακτηριστικό δημιούργημα τής βουκολικής ποίησης τής ελληνιστικής εποχής
νεοελλ.
1. πεζό περιγραφικό διήγημα με αισθηματικό περιεχόμενο
2. τρυφερός ερωτικός δεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < είδος + υποκορ. επίθημα -ύλλιον*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ειδύλλιο — το 1. μικρό περιγραφικό ή διαλογικό ποίημα με θέμα παρμένο από την ποιμενική ή αγροτική ζωή, όπου κυριαρχούν εικόνες και τρυφερό κι αυθόρμητο συναίσθημα. 2. δράμα με ποιμενική ή αγροτική υπόθεση. 3. πεζογράφημα που περιγράφει ερωτικά επεισόδια ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • ελληνιστικοί χρόνοι — Η περίοδος που μεσολάβησε από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) έως τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Ο όρος ε.χ. θεωρείται πιο ακριβής από τον όρο αλεξανδρινοί χρόνοι, γιατί η νέα έκφραση του ελληνικού πνεύματος δεν είχε ως έδρα… …   Dictionary of Greek

  • εξωτισμός — Τάση επιλογής, στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, θεμάτων και μοτίβων, γεγονότων και μορφών, συνηθειών και τοπίων άλλων χωρών, εξαιρετικά πλούσιων σε γραφικότητα και τοπικό χρώμα, έτσι που, με τη συνδρομή του στοιχείου του ερωτισμού ή… …   Dictionary of Greek

  • ποιμενική λογοτεχνία — Λογοτεχνική δημιουργία, που εμπνέεται από τον κόσμο των ποιμένων (βουκόλων) που παρουσιάζεται εξιδανικευμένος όσον αφορά στο περιβάλλον, τη ζωή και τα αισθήματα του. Κατά καιρούς εκφράστηκε με διάφορους τρόπους: στην ποίηση (το ειδύλλιο, η… …   Dictionary of Greek

  • Komidyllio — Das Komidyllio (griechisch κωμειδύλλιο, Kofferwort aus komodia κωμωδία ‚Komödie‘ und idyllio ειδύλλιο ‚Idyll, Romanze‘) ist eine griechische Form des Singspiels, die im späten 19. Jahrhundert entstand. Als eigentlicher Schöpfer der Gattung… …   Deutsch Wikipedia

  • -ύλλιο(ν) — υποκοριστική κατάλ. τής Αρχαίας Ελληνικής που έχει σχηματιστεί από το επίθημα υλ(λ)ος* + κατάλ. ιον (βλ. λ. ιος). Παρ όλα αυτά, δεν μαρτυρείται κανένα παράγωγο σε ύλλιον που να προέρχεται απευθείας από ουσ. σε υλ(λ)ος. Το επίθημα ύλλιον… …   Dictionary of Greek

  • απήχηση — Στιχουργικό παιχνίδι που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες επιγραμματοποιοί της αλεξανδρινής εποχής και το οποίο μιμήθηκαν οι μεταγενέστεροι Ιταλοί ποιητές. Χρήση του κάνει και o Γεώργιος Χορτάτσης στο δραματικό του ειδύλλιο Πανώρια. * * * η (Α… …   Dictionary of Greek

  • ειδυλλιακός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται σε ειδύλλιο («ειδυλλιακή ποίηση») 2. αυτός που μοιάζει με όσα περιγράφονται στα ειδύλλια («ειδυλλιακή ζωή», «ειδυλλιακό τοπίο») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”